- Παχωμίου
- Παχώμιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Μικρός — (Σκυθία ; – Ρώμη 540; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου και έδρασε, περίπου το 500. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «Μικρόν» και έτσι έμεινε γνωστός (Exiguus). Ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στη… … Dictionary of Greek
Ιλαρίων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ασκητής (Γάζα 290 – Κύπρος 371). Ασπάστηκε τον χριστιανισμό στην Αλεξάνδρεια. Επισκέφθηκε τον ασκητή Μέγα Αντώνιο και παρέμεινε στην έρημο για πολλά χρόνια, ασκητεύοντας και ο ίδιος. Οι διδασκαλίες… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
ИВЕРСКАЯ ИКОНА БОЖИЕЙ МАТЕРИ — (Портаитисса, Вратарница) [греч. Πορταΐτισσα] (празд. 12 февр., во вторник Светлой седмицы обретение, 13 окт. перенесение в Москву в 1648, в нек рых календарях дополнительно 31 марта и 27 апр.), одна из самых чтимых святынь христ. Востока.… … Православная энциклопедия